- ακτένιστος
- -η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) [κτενίζω]αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος(νεολλ.)1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.